- κνίφος
- κνίφος, τὸ (Α)(κατά τον Ησύχ.) κνίδη*.[ΕΤΥΜΟΛ. θυμίζει το κνήφη* (< κνῶ). Το -ι- οφείλεται πιθ. σε επίδραση τών συγγενών κνίζω, κνίδη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κνίφη — κνίφος neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) κνίφος neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνίφεα — κνίφος neut nom/voc/acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνίζω — (AM κνίζω) νεοελλ. προκαλώ κνησμό, ερεθίζω το δέρμα μσν. αρχ. 1. ξύνω 2. πληγώνω, κεντώ, κάνω αμυχή αρχ. 1. (για έρωτα ή άλλα αισθήματα) πειράζω, ερεθίζω (α. «τὸν δὲ Ἀρίστωνα ἐκνιζε ἄρα τῆς γυναικὸς ταύτης ἔρως», Ηρόδ. β. «μὴ κόρος ἐλθὼν κνίσῃ»,… … Dictionary of Greek